Поиск в словарях
Искать во всех

Русско-греческий словарь (Сальнов) - труд

 

Перевод с русского языка труд на греческий

труд
труд м 1) (работа) η εργασία, η δουλεία; физический (умственный) ~ η χειρωνακτική (διανοητική) εργασία 2) (усилие) о μόχθος, η δυσκολία, ο κόπος; без ~а χωρίς δυσκολία; с ~ом με δυσκολία 3) (сочинение) το έργο, το σύγγραμμα
Рейтинг статьи:
Комментарии:

См. в других словарях

1.
  трудж1. ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:физический (умственный) ~ ἡ χειρωνακτική (ἡ διανοητική) ἐργασία· наемный ~ ἡ μισθωτή ἐργασία· разделение ~а ὁ καταμερισμός τής ἐργασίας· охрана ~а ἡ προστασία τής ἐργασίας· производительность ~а ἡ παραγωγικότητα, ἡ ἀποδοτικότητα τής ἐργασίας· жить своим ~ом ζῶ ἀπ' τή δουλειά μου·2. (заботы, хлопоты) ἡ φροντίδα/ ὁ κόπος (старание)/ ἡ προσπάθεια (усилие):с большим ~ом μέ μεγάλη προσπάθεια, μέ μεγάλο κόπο· взять на себя ~ κάνω τόν κόπο· не стоит ~а δέν ἀξίζει τόν κόπο·3. (сочинение) τό σύγγραμμα, ἡ μελέτη:научный ~ τό ἐπιστημονικό σύγγραμμα· список печатных ~ов ὁ κατάλογος τῶν ἐργασιών πού δημοσιεύτηκαν. ...
Русско-новогреческий словарь

Вопрос-ответ:

Ссылка для сайта или блога:
Ссылка для форума (bb-код):

Самые популярные термины